- πρόσφερε
- προσφέρωbring topres imperat act 2nd sgπροσφέρωbring toimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσφερ' — πρόσφερε , προσφέρω bring to pres imperat act 2nd sg πρόσφερε , προσφέρω bring to imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ράγκος — Επώνυμο αγωνιστών της Επανάστασης και πατριωτών. 1. Ιωάννης. Οπλαρχηγός στην επαρχία Βάλτου και μέλος της Φιλικής Εταιρείας (1790 1865). Πήρε μέρος στις μάχες στο Αυτί, στον Κραβασαρά, στους Καλαρρύτες και στο Συράκο. Διατέλεσε πληρεξούσιος στην… … Dictionary of Greek
Σπετσερόπουλος, Γεώργιος — Εθνικός ευεργέτης (1861 1929). Γεννήθηκε στην Τρίπολη (Πελοπόννησος) αλλ’ εγκαταστάθηκε πολύ νέος στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πρόσφερε μεγάλα ποσά στην Ελληνική Κοινότητα Κάιρου και στο δήμο της Τρίπολης. Με δαπάνες του ιδρύθηκε… … Dictionary of Greek
Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… … Dictionary of Greek
αιγοφάγος — Προσωνυμία της θεάς Ήρας, με την οποία λατρευόταν σε ιερό της Σπάρτης, το οποίο ίδρυσε ο Ηρακλής. Η μυθολογία αναφέρει ότι η Ήρα δεν είχε καλές σχέσεις με τον Ηρακλή επειδή ήταν νόθος γιος του συζύγου της Δία. Επειδή όμως η θεά δεν εναντιώθηκε… … Dictionary of Greek